Περίπου 50.000 τηλεφωνικοί αριθμοί ήταν πιθανοί στόχοι παρακολούθησης μέσω του «Πήγασου», σύμφωνα με έρευνα οργανισμών ΜΜΕ. Πελάτες της ισραηλινής εταιρίας όπλων στον κυβερνοχώρο NSO Group που παράγει λογισμικό υποκλοπής γνωστό και ως spyware, χρησιμοποίησαν την εφαρμογή για να διεισδύσουν στις συσκευές επικοινωνίας δημοσιογράφων, ακτιβιστών, πολιτικών ηγετών και κρατικών αξιωματούχων σε όλο τον κόσμο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που κάτι τέτοιο θα κόστιζε αμέτρητο χρόνο, εργασία και χρήματα σε τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων. Αλλά τώρα, η κυβερνοπαρακολούθηση είναι ένας αποτελεσματικός και εύκολος τρόπος ικανός να διεισδύσει σε πολιτικούς αντιπάλους και να καταστείλει πολιτικές διαφωνίες.
Ακολουθούν πέντε «σταθμοί» της ιστορίας που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο οι μέθοδοι παρακολούθησης έχουν αναπτυχθεί με τα χρόνια ώστε να γίνουν αγαθό «εκτός ραφιού».
1. Watergate: Κατασκοπεία της CIA στους Αμερικανούς
Τον Ιούνιο του 1972, τέσσερις άνδρες συνελήφθησαν προσπαθώντας να εισέλθουν στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Δημοκρατικής Επιτροπής στο κτίριο γραφείων Watergate στην Ουάσινγκτον, για να κλέψουν έγγραφα. Η σύλληψη των διαρρηκτών, οι οποίοι συνεργάζονταν με την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA), προκάλεσαν ένα τεράστιο σκάνδαλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο όχι μόνο ανάγκασε τον τότε Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον να παραιτηθεί, αλλά επίσης επέφερε δραματικές συνέπειες για την ίδια τη CIA.
Η όλη αυτή υπόθεση εξέθεσε την κατασκοπεία της CIA στους Αμερικανούς πολίτες επί Αμερικανικού εδάφους, κυρίως τη δεκαετία του 1960, παραβιάζοντας το δικό της «σχέδιο». Αυτή η επιτήρηση που ως κύριο στόχο είχε το αντιπολεμικό κίνημα, πραγματοποιήθηκε με έναν αρκετά παραδοσιακό τρόπο: Οι πράκτορες της CIA εντάχθηκαν κρυφά στους κύκλους της «Νέας Αριστεράς» σε πανεπιστήμια και αλλού προκειμένου να μάθουν τον πολιτισμό και τη γλώσσα για να παρακολουθούν αργότερα τις κινήσεις τους, τα μέλη και τους υποστηρικτές αυτού του κινήματος.
Οι πράκτορες χρησιμοποίησαν τις ίδιες μεθόδους στις αποστολές τους στο εξωτερικό, όπου αναπτύχθηκαν για να συλλέξουν πληροφορίες για ξένες χώρες.
Echelon: «Πέντε μάτια» παρακολουθούν ολόκληρο τον κόσμο
Το Echelon ήταν ένα πρόγραμμα παρακολούθησης των ΗΠΑ, Αυστραλίας, Καναδά, Νέας Ζηλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, χώρες που έγιναν γνωστές ως τα «πέντε μάτια». Το πρόγραμμα αυτό ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με πρωταρχικό τρόπο την παρακολούθηση των στρατιωτικών και διπλωματικών επικοινωνιών της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της στο Ανατολικό Μπλοκ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Αλλά αυτή η συμμαχία κατασκοπείας δεν τερμάτισε τις δραστηριότητές της ακόμα και όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Αντ ‘αυτού, εξελίχθηκε σε έναν πολύπλοκο και εκτεταμένο όμιλο που, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ήταν σε θέση να παρακολουθεί την παγκόσμια κυκλοφορία δεδομένων μέσω δορυφορικών μεταδόσεων, διαδικτύου και τηλεφωνικών γραμμών.
Οι στόχοι της Echelon πλέον αποτελούσαν Βρετανούς υπουργούς, κάθε πολιτική οργάνωση που θεωρείτο ελαφρώς ανατρεπτική, ακόμη και εμπορικούς και βιομηχανικούς ανταγωνιστές των «Πέντε Ματιών».
3. Παγκόσμια εποπτεία: Η NSA παρακολουθεί όλους.
Το Echelon δεν ήταν το μόνο πρόγραμμα που αξιοποίησε τις παγκόσμιες επικοινωνίες.
Το 2013, ο πρώην εργολάβος πληροφοριών των ΗΠΑ, Έντουαρντ Σνόουντεν, αποκάλυψε πώς η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA) και οι βρετανικοί οργανισμοί πληροφοριών συνεργάστηκαν με σκοπό να «πάρουν» δεδομένα κινητών τηλεφώνων, αλλά και διαδικτύου.
Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίστηκαν ότι τα προγράμματα κατασκοπείας τους είναι απαραίτητα για την καταπολέμηση των απειλών κατά της ασφάλειας και της τρομοκρατίας και έχουν εγκριθεί δημοκρατικά.
Η αποκάλυψη ότι κάποιοι ηγέτες όπως η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, μαζί με άλλα άτομα παρακολουθήθηκαν από την NSA, έθεσαν αμφιβολίες για αυτόν τον ισχυρισμό.
Οι γνωστοποιήσεις του Snowden έδωσαν το έναυσμα σε αυτό που ήταν γνωστό ως βιομηχανία μαζικής παρακολούθησης, μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που αναπτυσσόταν ραγδαία από το 2001.
4. Υπηρεσίες τεχνολογίας που πήραν και αυτές τα «ηνία» στην μαζική παρακολύθηση
Οι αποκαλύψεις του Snowden έκαναν σαφές το γεγονός ότι υπήρχε ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων επιτήρησης στους παγκόσμιους ηγέτες. Η ζήτηση για λογισμικό υποκλοπής spyware έχει έκτοτε αυξηθεί, και ορισμένες εταιρείες τεχνολογίας έχουν κερδοφορήσει πουλώντας το σε κυβερνήσεις.
Οι επιχειρήσεις «χακαρίσματος» και η διείσδυση συσκευών επικοινωνίας έχουν γίνει ένας κοινός τρόπος απόκτησης πληροφοριών για κυβερνήσεις και ακόμη και για ιδιωτικές εταιρείες. Τα smartphone, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης το έχουν κάνει ακόμα πιο εύκολο.
5. Πήγασος: Το λογισμικό υποκλοπής spyware που πωλείται ως όπλο
Ο «Πήγασος» είναι ένα λογισμικό που μετατρέπει με κρυφό τρόπο τα τηλέφωνα σε συσκευές ακρόασης και διαβάζει το κρυπτογραφημένο περιεχόμενό τους.
Το λογισμικό αυτό αναπτύχθηκε από την Ισραηλινή εταιρεία NSO και για την εξαγωγή του απαιτείται κυβερνητική άδεια, επειδή θεωρείται όπλο. Χώρες όπως η Ουγγαρία, η Ινδία, ακόμη και η Σαουδική Αραβία το αγόρασαν.
Οι εκπρόσωποι της NSO δήλωσαν ότι πωλούν το συγκεκριμένο λογισμικό μόνο για χρήση εναντίον σοβαρών εγκληματιών και τρομοκρατών. Αλλά οι κυβερνήσεις, ειδικά οι αυταρχικές, έχουν ένα «παρελθόν» να χαρακτηρίζουν τους αντιφρονούντες ως τρομοκράτες.
Η Διεθνής Αμνηστία υποστηρίζει ότι ο «Πήγασος» έχει εμπλακεί στη δίωξη και τη δολοφονία δημοσιογράφων στο Μεξικό, το Αζερμπαϊτζάν και την Ινδία και έχει στοχοποιήσει τις συσκευές άλλων ατόμων που συνεργάζονται με μεγάλα διεθνή ΜΜΕ όπως το Associated Press, το CNN, τους The New York Times και το Reuters.
Φίλοι και συγγενείς του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, ο οποίος δολοφονήθηκε εντός της Σαουδικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη το 2018, έχουν επίσης τεθεί υπό παρακολούθηση.
Πολλές αγωγές από φερόμενα θύματα έχουν κατατεθεί εναντίον του Ομίλου NSO.
Το αποτέλεσμα μπορεί να επιφέρει αυτό που ζητούν εδώ και καιρό οι επικριτές: παγκόσμια ρύθμιση των πωλήσεων των εμπορικών εργαλείων ηλεκτρονικού «χακαρίσματος».