Κάποιες σιωπές προκαλούν μεγάλο θόρυβο.
Συνέβη -και- την Παρασκευή, στην -κατά ένα έτος καθυστερημένη λόγω της πανδημίας Covid-19- τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων Τόκιο2020, στην κινηματογραφική και πολυσύχναστη γειτονιά Shinjuku, όπου βρίσκεται το ανακαινισμένο Εθνικό Στάδιο της Ιαπωνίας, φτιαγμένο από ξύλο Φουκουσίμα.
Η πανδημία που σταμάτησε τους Αγώνες το 2020 και άδειασε τις εξέδρες των σταδίων το 2021, δημιούργησε το πρωτοφανές της απουσίας των φιλάθλων από την κορυφαία αθλητική παράσταση στον κόσμο. Στην πρώτη πλανητική συνάντηση, μετά την εμφάνιση της Covid-19. Mία τελετή έναρξης με μόλις σχεδόν 1.000 εκλεκτούς προσκεκλημένους σε ένα στάδιο χωρίς τα μάτια, τα αυτιά και τις φωνές των 68.000 αναμενόμενων κατόχων εισιτηρίων από όλο τον κόσμο. Αγώνες και εκδηλώσεις που άρχισαν κιόλας να ξεδιπλώνοντας επίσης σιωπηλά.
Εικόνες που ανάγκασαν τον Βίντσεντ Φαρένγκα, καθηγητή των Κλασικών και της Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, να αναρωτηθεί σε άρθρο του, που η ιστοσελίδα theconversation.com είχε πρώτο θέμα (την ημέρα της τελετής έναρξης): «Τι θα σκέφτονταν οι αρχαίοι Έλληνες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες χωρίς θεατές;»
«Μετά από 48 χρόνια διδασκαλίας Κλασικών, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι…
τι θα έκαναν οι Έλληνες – που εφηύραν τους Αγώνες πριν από 3.000 χρόνια, το 776 π.Χ. – σε μια τέτοια εκδοχή της δικής τους Ολυμπιακής γιορτής. Με πολλούς τρόπους, θα έβλεπαν την προοπτική ως παράλογη.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν αφορούσαν ποτέ τους ίδιους τους αθλητές. Αντ ‘αυτού, η καρδιά και η ψυχή της γιορτής ήταν η εμπειρία που μοιράστηκαν όλοι όσοι παρακολούθησαν. Κάθε τέσσερα χρόνια, αθλητές και θεατές ταξίδευαν από μακρινές γωνιές του ελληνόφωνου κόσμου στην Ολυμπία, δελεασμένοι από μια λαχτάρα για επαφή με τους συμπατριώτες τους και τους θεούς τους», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Για τους Έλληνες, κατά τη διάρκεια πέντε ημερών μέσα στη ζέστη, στα τέλη του καλοκαιριού, δύο κόσμοι συγχωνεύονταν θαυμαστά στην Ολυμπία: ο τομέας της καθημερινής ζωής, με τα ανθρώπινα όριά του, και μια υπερφυσική σφαίρα από τις εποχές που κατοικούσαν ανώτερα όντα, θεοί και ήρωες.
Για τους Έλληνες, οι Αγώνες θα μπορούσαν να προκαλέσουν υπερβατικές στιγμές. Ο ποιητής Πίνδαρος, διάσημος για τους επινίκειους στίχους που συνέθεσε για τους νικητές στην Ολυμπία, κατέγραψε μια τέτοια υπερβατική στιγμή όταν έγραψε: «Οι άνθρωποι είναι πλάσματα μιας ημέρας. Αλλά τι είναι η ανθρωπότητα; Τι δεν είναι; Ένας άνθρωπος είναι απλώς η σκιά ενός ονείρου – αλλά όταν πέφτει μια λάμψη φωτός από τον Δία, ένα λαμπερό φως πέφτει στους ανθρώπους και η διάρκεια ζωής τους μπορεί να είναι γλυκιά σαν μέλι.»
Ωστόσο, αυτά θα θα μπορούσαν να συμβούν μόνο εάν οι μάρτυρες – θεατές ήταν φυσικά παρόντες για να βυθιστούν – και να μοιραστούν – το φλερτ με το υπερβατικό.
Στην Ολυμπία, τόσο αθλητές όσο και θεατές έκαναν προσκύνημα σε ένα ιερό μέρος. Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες μπορούν να πραγματοποιηθούν σε οποιαδήποτε πόλη επιλεγεί από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Αλλά οι Αρχαίοι Αγώνες θα μπορούσαν να γίνουν σε μία μόνο τοποθεσία στη δυτική Ελλάδα. Εκεί που θα πιο συγκινητικά γεγονότα δεν συνέβησαν καν στο γήπεδο που φιλοξένησε 40.000 θεατές ή στους αγώνες πάλης και πυγμαχίας.
«Αντ ‘αυτού, γίνονταν σε ένα άλσος, όπου ο Ηρακλής λέγεται ότι ανέπτυξε πρώτα ένα βωμό, θυσίασε βόδια στον Δία και φύτεψε μια αγριελιά. Οι μισές από τις εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια των Αγώνων που γοήτευαν τους θεατές, δεν αφορούσαν διακρίσεις στη δισκοβολία, ακόντιο, στο άλμα, το ποδόσφαιρο και την πάλη, αλλά σε γιορτές όπου ζώα θυσιάζονταν στους θεούς και στους ήρωες. Αναμφίβολα πολλοί θεατές ανατρίχιαζαν από τη σκέψη ότι ο Δίας αιωρείται πάνω τους, χαμογελά και θυμάται την πρώτη θυσία του Ηρακλή.
Μόλις λίγα μέτρα από το Μεγάλο Βωμό μια άλλη, πιο οπτική συνάντηση με τον θεό. Στον Ναό του Δία, που ανεγέρθηκε γύρω στο 468 έως το 456 π.Χ., στεκόταν μια κολοσσιαία εικόνα, ύψους 40 ποδιών, του θεού σε θρόνο, το δέρμα του σκαλισμένο από ελεφαντόδοντο και τα ρούχα του από χρυσό. Στο ένα χέρι κρατούσε την θεά της νίκης, τη Νίκη, και στο άλλο ένα ραβδί στο οποίο σκαρφαλώνει, ο αετός. Το πανύψηλο άγαλμα αντανακλάται σε μια λαμπερή πισίνα ελαιολάδου που την περιβάλλει», συνέχισε ο Καθηγητής.
Κατά τη διάρκεια των Αγώνων οι αθλητές αγωνίζονταν ημίγυμνοι, μιμούμενοι ηρωικές μορφές όπως ο Ηρακλής, ο Θησέας ή ο Αχιλλέας, που όλοι πέρασαν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανθρώπου και υπεράνθρωπου.
«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες τότε θα μπορούσαν να προσελκύσουν έναν Έλληνα που ζει στη Νότια Ευρώπη και έναν άλλο που κατοικεί στη σύγχρονη Ουκρανία για να αλληλεπιδράσουν σε μια γιορτή όχι μόνο για τον Δία και τον Ηρακλή, αλλά και για την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό που τους παρήγαγε.
Εκτός από αθλητές, ποιητές, φιλόσοφοι και ρήτορες έρχονταν να παρουσιαστούν μπροστά σε πλήθη που περιλάμβαναν πολιτικούς και επιχειρηματίες.
Τώρα, δεν υπάρχει τρόπος να εξηγήσουμε το θαύμα της τηλεόρασης στους Έλληνες και πώς το ηλεκτρονικό της μάτι προσελκύει εκατομμύρια θεατές στους σύγχρονους Αγώνες μέσω αντιπροσώπου. Η συμμετοχή σε μία γιορτή όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες μετέτρεψε έναν συνηθισμένο θεατή, σε έναν ήρωα, έναν μάρτυρα που παρατηρούσε, έναν πρεσβευτή που μετέφερε στο σπίτι τα… θαύματα που λάμβαναν χώρα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τηλεοπτικές εικόνες από το Τόκιο να επιτυγχάνουν παρόμοια αποτελέσματα.»
Ανεξάρτητα από το πόσα παγκόσμια ρεκόρ θα σπάσουν και πρωτοφανή κατορθώματα που θα επιτευχθούν στους Αγώνες του Τόκιο 2020, οι άδειες εξέδρες κάνουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες ακόμη λιγότερο μαγευτικούς από τους προηγούμενους σύγχρονους.
Μπορεί η καταμέτρηση των μεταλλίων θα προσδώσουν φευγαλέα δόξα σε ορισμένες χώρες και απογοητευτική ντροπή σε άλλες, ίσως κάποιες δραματικές στιγμές να μπορέσουν να ενώσουν τους αθλητές και τους τηλεοπτικούς θεατές σε μια ιδιαίτερη αίσθηση, αλλά αυτός ο εκκωφαντικός θόρυβος της σιωπής δεν θα μπορέσει να αποδώσει ακριβώς τι σημαίνει να είσαι «κοσμοπολίτης», πολίτης του κόσμου, το θαύμα τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος ή έστω και για λίγο, υπεράνθρωπος επίσης.