Προβληματισμό για ενδεχόμενες πολιτικές εξελίξεις, αλλά και διττή ανάγνωση για το μέλλον της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει το άρθρο του υπουργού Επικρατείας, Γιώργου Γεραπετρίτη στην «Καθημερινή», για τις συνταγματικές συνέπειες της παραίτησης του πρωθυπουργού ή της κυβέρνησης.
Αφενός μπορεί θεωρηθεί τροχιοδεικτικό των πιθανών προθέσεων της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας- υπό την παρούσα σύνθεση- να δραπετεύσει μέσω των εκλογών και αφετέρου δείγμα των πιθανών προθέσεων της εσωκομματικής αντιπολίτευσης του κυβερνώντος κόμματος, για εκπαραθύρωση ενός ήδη βαριά πληγωμένου από τις πολιτικές του πρωθυπουργού. όπως είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του λόγου του Γεραπετρίτη, όπου στην αρχή του άρθρου του σημειώνει ότι «η παραίτηση του πρωθυπουργού δεν σημαίνει παραίτηση της κυβέρνησης πολλώ δε μάλλον προσφυγή σε εκλογές, ανεξαρτήτως των ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων που μπορεί να υπάρξουν στην περίπτωση αυτή».
Την ώρα δε που το 44% των πολιτών συμφωνεί με την πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα να ζητήσει την παραίτηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, με τους μισούς σχεδόν εξ αυτών να θεωρούν ότι είναι μια κίνηση που έπρεπε να έχει γίνει νωρίτερα, προκαλεί ερωτηματικά για τη στάση της κυβέρνησης το συγκεκριμένο άρθρο.
Ο υπουργός Επικρατείας αναφέρει ότι «η παραίτηση της κυβέρνησης δεν προκαλεί τη διάλυση της Βουλής και εκλογές. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζήτησε την παραίτηση συνολικά της κυβέρνησης, δεν υπάρχει άμεση προσφυγή σε εκλογές. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα καλούσε τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων σε σύσκεψη με βασικό σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα να υπάρξει πολιτική κυβέρνηση για το υπόλοιπο της κοινοβουλευτικής θητείας. Είναι αυτονόητο ότι εξακολουθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί της Βουλής, άρα εφόσον διατηρούνται αρραγείς οι κοινοβουλευτικές ομάδες θα έχουμε εκ νέου κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, αφού η κοινοβουλευτική της ομάδα είναι ακόμη η απολύτως πλειοψηφούσα. Μόνο στην περίπτωση που δεν προκύψει δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, θα διαλυθεί η Βουλή και θα διενεργηθούν εκλογές από υπηρεσιακή πολιτική κυβέρνηση όλων των κομμάτων της Βουλής ή, ως τελευταίο καταφύγιο, από υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό έναν εκ των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων (άρθρο 38 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ’ του Συντάγματος)».
Κατά τον Γιώργο Γεραπετρίτη, «άμεση προκήρυξη εκλογών έχουμε μόνο μετά από δύο παραιτήσεις της κυβέρνησης (ή καταψηφίσεις, ή μία παραίτηση και μία καταψήφιση καθ’ ερμηνείαν). Τέτοια συνθήκη δεν υπάρχει εν προκειμένω. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση, η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών δεν είναι δεσμευτική αλλά θα ανάγετο στη διακριτική ευχέρεια της Προέδρου της Δημοκρατίας, εφόσον κατά την κρίση της η σύνθεσή της δεν εξασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα, οι εκλογές ενεργούνται από την κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης Βουλής και όχι από μια υπηρεσιακή κυβέρνηση (άρθρο 41 παρ. 1 του Συντάγματος). Επιπλέον, άμεση προσφυγή σε κάλπες έχουμε και στην περίπτωση που μια κυβέρνηση που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης ζητήσει ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας (άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος)».
Και το άρθρο του υπουργού Επικρατείας καταλήγει: «Απλά και καθαρά λοιπόν: υπό τις παρούσες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, παραίτηση του πρωθυπουργού ή της κυβέρνησης δεν σημαίνει εκλογές. Εκλογές, άλλωστε, δεν είχαμε ούτε το 2011, όταν η παραίτηση του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου οδήγησε στον σχηματισμό της (πολιτικής) κυβέρνησης Παπαδήμου. Προφανώς δεν γνωρίζουμε όλοι τα πάντα. Και όταν δεν γνωρίζουμε ενημερωνόμαστε και συζητούμε. Ιδιαίτερα σε θέματα κομβικά για το πολίτευμα και τους θεσμούς. Όσοι δοκησίσοφοι ερμηνεύουν από πολιτική ιδιοτέλεια το Σύνταγμα εκ του προχείρου και a la carte, ας αναλογισθούν τι σημαίνουν πολιτικές εκπτώσεις στον θεμελιώδη νόμο του κράτους».