Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Ασφυκτιούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τις αυξήσεις σε ρεύμα και βασικά είδη διατροφής

Βασικά είδη διατροφής, ενέργεια και καύσιμα έχουν σημειώσει ήδη αισθητή άνοδο στις τιμές τους κάτι που αποδεικνύεται και από τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από τα οποία προέκυψε αύξηση 1,4% του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

της Ιωάννας Καρδάρα

Με μπαράζ ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα και αγαθά έρχονται αντιμέτωποι το τελευταίο διάστημα οι καταναλωτές. Βασικά είδη διατροφής, ενέργεια και καύσιμα έχουν σημειώσει ήδη αισθητή άνοδο στις τιμές τους κάτι που αποδεικνύεται και από τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από τα οποία προέκυψε αύξηση 1,4% του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Μέσα σε ένα χρόνο έχει καταγραφεί αύξηση 1,7% σε προϊόντα διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών και κυρίως στο αρνί, το κατσίκι, τα νωπά ψάρια, τα τυριά, το ελαιόλαδο κι άλλα βρώσιμα έλαια, νωπά φρούτα, νωπά λαχανικά. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: χοιρινό, γάλα νωπό πλήρες, γιαούρτι. Επιπλέον αύξηση της τάξεως του 4,2% καταγράφηκε στην στέγαση που οφείλεται σε άνοδο των τιμών σε ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης. Ακόμη παρατηρείται αύξηση στις μεταφορές ως επακόλουθο της αύξησης των τιμών σε καύσιμα και λιπαντικά, καινούργια αυτοκίνητα, εισιτήρια μεταφοράς επιβατών με αεροπλάνο.

Όπως αναφέρει στο newscenter.gr ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει σε αυτές τις αυξήσεις είναι μεταξύ άλλων η αύξηση στα ναύλα αλλά και στα καύσιμα. «Υπάρχουν παράλογες αυξήσεις παντού οι οποίες θα πρέπει να ελεγχθούν, γιατί κάνουν κακό και στην αγορά και στην κατανάλωση, ειδικότερα, σε μια εποχή που ο κόσμος δεν έχει, εξαιτίας και της μείωσης των εισοδημάτων λόγω της καραντίνας. Πολύς κόσμος δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει προϊόντα και ειδικά αν είναι πρώτης ανάγκης σε αυξημένες τιμές», υπογράμμισε ο κ. Χατζηθεοδοσίου, ενώ προσέθεσε ότι οι αυξήσεις που αναμένονται θα είναι μεγαλύτερες τονίζοντας ότι η κυβέρνηση πρέπει να παρέμβει άμεσα και να δει με ποιον τρόπο θα περιορίσει αυτές τι αυξήσεις.

Αυξήσεις στο ρεύμα έως και 50%

Καταλυτικό ρόλο ωστόσο στις ανατιμήσεις φαίνεται πως παίζει η μεγάλη αύξηση του ρεύματος καθώς οι καταναλωτές θα δουν ιδιαίτερα «φουσκωμένους» τους λογαριασμούς τους με αυξήσεις της τάξεως του 35-50%.  Η άνοδος αυτή στις τιμές οφείλεται κυρίως στην αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, (στα 45 ευρώ από τα 28 ευρώ ανέβηκε η τιμή της μεγαβατόρας), στη μεγάλη ζήτηση λόγω καύσωνα αλλά και στο χρηματιστήριο των ρύπων. Ακόμη, με το υψηλό ενεργειακό κόστος και το άλμα των τιμών των τροφίμων συνδέεται και η εκτίναξη του πληθωρισμού στο 3% από 2,2% τον Ιούλιο, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.  Παρόλα αυτά η ΕΚΤ θεωρεί πως η αύξηση του πληθωρισμού οφείλεται κυρίως σε μία σειρά εφάπαξ παραγόντων που σχετίζονται με το εκ νέου άνοιγμα της οικονομίας και ότι οι αυξήσεις τιμών θα περιοριστούν γρήγορα το επόμενο έτος.

Μιλώντας στο newscenter.gr ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), Γιώργος Καββαθάς, επισήμανε ότι διαπιστώνονται αυξήσεις τιμών τόσο στον κλάδο των  τροφίμων όσο και σε άλλους κλάδους της οικονομίας όπως είναι ο κλάδος των μεταφορών, των εξοπλισμών, των μηχανημάτων, των μετάλλων. Αυτό, όπως αναφέρει ο κ. Καββαθάς, προκύπτει από μία τάση που διαμορφώνεται το τελευταίο χρόνο μέσα στην πανδημία και από πιέσεις που γίνονται από τα διεθνή χρηματιστήρια,  προέρχεται δηλαδή από την αύξηση των χρηματιστηριακών τιμών, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούνται αυξήσεις στα προϊόντα λόγω της αύξησης του κόστους μεταφοράς ιδιαίτερα στα ναυτιλιακά ναύλα. «Σύμφωνα και με μελέτη του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθήνας συγκρίνοντας το κόστος των προϊόντων το Μάιο του 20 με το Μάιο του 21 είχαμε μια αύξηση στα ναυτιλιακά ναύλα, στα κοντέινερς 550%. Για παράδειγμα κοντέινερ από την Κίνα για να έρθει εδώ ενώ ήθελε 2000 δολάρια , τώρα θέλει 10.000 δολάρια.  Ταυτόχρονα είχαμε μία εκτίναξη τιμών που αφορούσε πάρα πολλά προϊόντα που είχαν χρηματιστηριακές πιέσεις. Αυτό έχει αρχίσει να μεταφέρεται και στην κατανάλωση πλέον άρα το βλέπουμε όλοι στις αγορές που κάνουμε ή στο κόστος των πρώτων υλών στις επιχειρήσεις», υπογραμμίζει στο newscenter.gr.

Όσον αφορά τις τιμές στην ενέργεια ήδη από τις αρχές Αυγούστου οι μεσαίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλήθηκαν να διαχειριστούν τις νέες χρεώσεις που προέκυψαν από την απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) για νέες χρεώσεις για όσους ανήκουν στην κατηγορία των ρυθμιζόμενων τιμολογίων. Πιο συγκεκριμένα οι χρεώσεις αυξήθηκαν για τους πελάτες Μέσης Τάσης (μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις), κατά 15,6% και για τους λοιπούς πελάτες χαμηλής τάσης, δηλαδή τις μικρές επιχειρήσεις κατά 6,5%. «Οι αυξήσεις αυτές που έρχονται να προστεθούν στο κύμα ανατιμήσεων μιας σειράς αγαθών και πρώτων υλών, που έκαναν την εμφάνιση τους το τελευταίο τρίμηνο, δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες κάνοντας αδύνατη τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων οι οποίες παλεύουν να σταθούν ζωντανές», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η ΓΣΕΒΕΕ, ενώ ο κ. Καββαθάς μιλώντας στο newscenter.gr, κάνει λόγο για δυσθεώρητες αυξήσεις στην ενέργεια.

«Οι τελευταίοι λογαριασμοί των παρόχων ενέργειας έχουν αυξήσεις του 100, 118, 120% ανάλογα τον πάροχο και αυτό είναι αποτέλεσμα της απόφασης της ρυθμιστικής αρχής ενέργειας.  Όσον αφορά τις διεθνείς πιέσεις στις τιμές -είναι πολύ δύσκολο να επέμβει- αλλά σε κάποιες τιμές των παρόχων ενέργειας θα μπορούσε να μην είχε υπογράψει ο υπουργός τη σχετική απόφαση μετά από εισήγηση της ΡΑΕ. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν περάσει αυτές τις αυξήσεις στην κατανάλωση εκ των πραγμάτων όμως αν δεν υπάρξει κάποια στρατηγική παρέμβαση είναι βέβαιο ότι θα μεταφερθεί στην κατανάλωση. Δεν αντέχουν οι επιχειρήσεις», επισημαίνει ο κ. Καββαθάς.

Για αυξημένους λογαριασμούς ενέργειας και ρεύματος κάνει λόγο και η αντιπρόεδρος του ΕΚΠΟΙΖΩ και πρόεδρος της ΠΟΜΕΚ , Παναγιώτα Καλαποθαράκου, καθώς από την αρχή του έτους οι καταναλωτές καταγγέλλουν υψηλές χρεώσεις στους υψηλούς λογαριασμούς. «Στην έρευνα που κάναμε και στη μελέτη των λογαριασμών διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένα πρόβλημα με τους εναλλακτικούς προμηθευτές της ΔΕΗ ως προς τις αναπροσαρμογές , τις αυξήσεις που εξαρτούν από την ολική τιμή του συστήματος, αν αυτή αυξηθεί μετακυλίεται στους καταναλωτές», τονίζει στο newscenter.gr η κ. Καλαποθαράκου ενώ προσθέτει ότι είναι ανάγκη να υπάρχει διαφάνεια στην τιμολογιακή πολιτική. Όπως επισημαίνει βρίσκονται σε διαβούλευση με την ΡΑΕ και τους προμηθευτές ενέργειας ώστε να βρεθεί κάποιος αλγόριθμος κάποιος μαθηματικός τύπος που θα είναι διαφανής και προσβάσιμος στους καταναλωτές. Επιπλέον, σύμφωνα με την κ. Καλαποθαράκου, το δεύτερο ζήτημα είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα τιμολόγιο σε κάθε προωθητική ενέργεια με σταθερή τιμή ούτως ώστε να ξέρει ο καταναλωτής ότι έχει κάνει μια σύμβαση για 2 χρόνια ή για ένα χρόνο και θα έχει μια συγκεκριμένη τιμή. «Υπάρχει αδιαφάνεια στις αυξήσεις στις αναπροσαρμογές των τιμολογίων και ζητούμε διαφάνεια», αναφέρει χαρακτηριστικά.  Σχετικά με τις αυξήσεις σε βασικά προϊόντα της διατροφής η κ. Καλαποθαράκου εξηγεί ότι έχουν υποστεί διαρκείς αυξήσεις εν μέσω πανδημίας, «εν μέσω δηλαδή μιας κατάστασης που συνεπάγεται εκρηκτική μείωση εισοδημάτων και ανυπαρξία σε κάποιες περιπτώσεις». Πρέπει να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις σε βασικά είδη διατροφής από την Πολιτεία για να προστατευτεί ο καταναλωτής. Ζητάμε αναπροσαρμογές σε βασικά είδη διατροφής και σε ενέργεια και παρεμβάσεις από τα αρμόδια υπουργεία. Δεν προστατεύεται αλλιώς ο καταναλωτής ούτε με τη λογική ότι θα αλλάξει προμηθευτή ενέργειας, ούτε με τη λογική να ψάχνει συνεχώς να βρει το σουπερ μάρκετ με τα πιο φθηνά βασικά είδη διατροφής», σημειώνει η κ. Καλαποθαράκου.

Ανατιμήσεις στο ψωμί

Η αύξηση ωστόσο των τιμών ρεύματος και ενέργειας θα προκαλέσει ντόμινο ανατιμήσεων και σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης, όπως το ψωμί.

Μιλώντας στην ΕΡΤ, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αρτοποιών, Μιχάλης Μούσιος , σημείωσε ότι «από τις αρχές του χρόνου άρχισαν να φαίνονται κάποιες ανατιμήσεις σε όλες τις πρώτες ύλες που φτάνουν το 30%. Το χειρότερο από όλα είναι η ηλεκτρική ενέργεια».

Ο κ. Μούσιος τόνισε ότι «το τελευταίο εικοσαήμερο αυτό που συμβαίνει με τους λογαριασμούς του ρεύματος με τους παρόχους είναι μια καθαρή ληστεία εναντίον όλων που χρησιμοποιούν την ηλεκτρική ενέργεια», ενώ περιέγραψε και το χρονικό της αύξησης της κιλοβατώρας, η οποία σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες ανατιμήσεις, υποχρέωσε τους αρτοποιούς να μετακυλήσουν την αύξηση στους καταναλωτές.

Παράλληλα, ο πρόεδρος του Σωματείου Αρτοποιών Βόλου Κώστας Τσουράπας δήλωσε προ ημερών στο e-thessalia, ότι ήδη στη Μαγνησία, ένα τεμάχιο ψωμιού από 90 λεπτά με ένα ευρώ που είχε μέχρι πρότινος, πήγε στο 1,20 ευρώ με 1,40 ευρώ.

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat στις 20 Αυγούστου, η τιμή του ψωμιού και των σιτηρών στην Ελλάδα βρισκόταν το 2020 πάνω από το μέσο δείκτη τιμών στην ΕΕ.

Η τιμή του ψωμιού και των σιτηρών ποικίλλει μεταξύ των χωρών της ΕΕ, καθώς το 2020 ήταν περίπου δυόμισι φορές υψηλότερη στη Δανία (η ακριβότερη τιμή στην ΕΕ) από ό,τι στη Ρουμανία (η φθηνότερη τιμή στην ΕΕ).

Όταν τα επίπεδα τιμών συγκρίνονται με τον μέσο δείκτη τιμών της ΕΕ (100), τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η τιμή του ψωμιού και των σιτηρών ήταν η υψηλότερη στη Δανία (με δείκτη επιπέδου τιμών 153), ακολουθούμενη από την Αυστρία (135), το Λουξεμβούργο, τη Φινλανδία και τη Σουηδία (127), την Κύπρο (120), τη Μάλτα (115), την Ιταλία (113).

Ο αντίστοιχος δείκτης τιμών στην Ελλάδα ήταν 110 (η 12η ακριβότερη τιμή στην ΕΕ).

Κοντά στον μέσο δείκτη τιμών της ΕΕ (100) βρίσκεται η τιμή του ψωμιού και των σιτηρών στη Γερμανία (102), στην Πορτογαλία (98) και στην Ολλανδία (95).

Αντίθετα, τα επίπεδα τιμών για το ψωμί και τα σιτηρά ήταν τα χαμηλότερα στη Ρουμανία (δείκτης τιμών 56), στη Βουλγαρία (67) και στην Πολωνία (70).

Eurostat: Ακριβή η Ελλάδα στο αλκοόλ

«Τσιμπημένες» είναι στην Ελλάδα οι τιμές των αλκοολούχων ποτών, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (Eurostat).

Πιο αναλυτικά, το επίπεδο τιμών των ποτών (βαριών αλκοολούχων, κρασιού και μπύρας) στην Ελλάδα ήταν το 2020 το τέταρτο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά 36,8% υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.

Τις «πρωτιές», στο ύψος των τιμών κατέχουν η Φινλανδία και η Ιρλανδία (93% και 81%, αντίστοιχα, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ΕΕ), ενώ τα χαμηλότερα επίπεδα διαμορφώθηκαν σε Ουγγαρία και Ρουμανία (27% και 26%, αντίστοιχα, κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ).

Το επίπεδο τιμών της Φινλανδίας είναι πάνω από 2,5 φορές υψηλότερο από αυτό της Ουγγαρίας.

Για ακόμη μία φορά τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα έρθουν αντιμέτωπα με την ακρίβεια που βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τα εισοδήματα των πολιτών ιδιαίτερα με τις αλλαγές που έχει φέρει η πανδημία σε εργασία και οικονομία.
 

Σχολιαστε το αρθρο

ΔΗΜΟΦΙΛΗ