Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΕΝΔΡΙΝΟΥ
Είναι παράδοση τέτοιες μέρες οι περισσότεροι να αγοράζουν το Πρωτοχρονιάτικο Λαχείο. Δεν είναι μόνο η ελπίδα για τα μεγάλα κέρδη που τους οδηγεί στο λαχειοπώλη, αλλά και η συνήθεια. Το αγόραζαν οι γονείς τους, ενδεχομένως να το το αγοράζουν και τα παιδιά τους.
Είναι μια σκυταλοδρομία που ξεκίνησε από τους δημοσιογράφους για τους δημοσιογράφους,. Μεταξύ μας, ήταν οι μόνοι κερδισμένοι αφού τα έσοδα στήριζαν για χρόνια το ταμείο τους.
Ξεκίνησε ως ρουσφέτι του κράτους στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Ήταν η εποχή που οι λειτουργοί του Τύπου δεν είχαν ασφάλεια, πληρωνόντουσαν αραιά και που, ενώ όταν σταματούσαν να εργάζονται δεν είχαν έσοδα. Πέθαναν φτωχοί και ξεχασμένοι.
Αφού το κράτος δεν μπορούσε να κάνει το ελάχιστο για αυτούς, τους έδωσε ένα… λαχείο για να έχουν να πορεύονται…
Το 1928 για πρώτη φορά στον χορό της Ένωσης Συντακτών κληρώθηκαν λαχνοί.
Το 1931 μοιράστηκαν μετοχές Τραπεζών στους τυχερούς
Την επόμενη χρονιά δίνεται το πρώτο μεγάλο δώρο: Μια μονοκατοικία στην Ηλιούπολη!
Το 1936 ο Μεταξάς εξαιρεί το Λαχείο Συντακτών από την διαχείριση του Οργανισμού Κρατικών Λαχείων που ίδρυσε. Ο δικτάτορας ως παλιός δημοσιογράφος φρόντισε να αυξήσει την τιμή των εφημερίδων, να φέρει έσοδα στα ταμεία των εφημερίδων με τον όρο να μη… γράφουν. Ήξερε ότι ότι λογοκρισία και να επέβαλε πάλι στα… ψιλά γράμματα θα μπορούσαν να περάσουν το μήνυμά τους.
Η επιτυχία του λαχείου οφείλεται στον καταιγισμό των έντυπων διαφημίσεων. Οι εφημερίδες αφιέρωναν χώρο στην προβολή των δώρων. Οι εκδότες γλίτωναν τις εισφορές και οι δημοσιογράφοι είχαν ισχυρό ταμείο με τα έσοδα. Στη χρόνια μετά τον πόλεμο όλοι ήθελαν λεφτά. Και στο Λαχείο Συντακτών «λεφτά υπήρχαν», όπως δείχνει και η διαφήμιση του 1945
Οι σχεδιαστές του Λαχείου που ήταν δημοσιογράφοι έπιαναν λόγω δουλειάς τα μηνύματα της εποχής. Στη δεκαετία του ’50 ο αστικός πληθυσμός είχε αυξηθεί. Στην Αθήνα υπήρχαν δουλειές κι ευκαιρίες για να βγάλει κάποιος χρήματα. Το επόμενο βήμα ήταν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι. Και το Λαχείο Συντακτών άρχισε να προσφέρει σπίτια. Κεραμίδι δεν υπήρχε υπήρχε όμως πλάκα μπετόν και η πολυκατοικία ήταν, τα χρόνια εκείνα, απόδειξη κοινωνικού στάτους.
Κι αργότερα στο… παιχνίδι των κερδών μπήκαν τα αυτοκίνητα και τα μαγαζιά. Σπίτι, μαγαζί, αυτοκίνητο, μετρητά, αυτό δεν ήταν απλά «παράθυρο ελπίδας», αλλά σούπερ μάρκετ ονείρων. Απόδειξη η καταχώρηση του 1961
Το ίδιο έγινε και την επόμενη χρονιά
Στη διαφήμιση του 1966 βλέπουμε ότι τουλάχιστον 14.860 τυχεροί θα κέρδιζαν κάτι.
Στην προβολή βοηθούσαν και οι δημοσιογράφοι. Όπως ο Φωκίωνας Δημητριάδης με σκίτσα όπως αυτό.
Την πρωτοχρονιά του 1967 έγινε η τελευταία κλήρωση. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε. Ένα ζευγάρι κέρδισε μια ολόκληρη πολυκατοικία και πόζαρε ευτυχισμένο στον φωτογραφικό φακό. Μαζί τους πολλοί άλλοι που εισέπρατταν αξιόλογα δώρα.
Τρεις μήνες μετά την επιβολή της 21ης Απριλίου, το λαχείο έφυγε από τα χέρια των δημοσιογράφων. Η χούντα το έδωσε στα κρατικά λαχεία που άρχισαν να κυκλοφορούν το πρωτοχρονιάτικο λαχείο χωρίς όμως την αίγλη του παλιού. Κι εδώ το παιχνίδι ήταν… στημένο.
Το κράτος πήρε ένα διαγωνισμό που είχε φθάσει ψηλά χωρίς τη συμμετοχή του, είχε γίνει κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας και στους δημοσιογράφους έδωσε τον Ενιαίο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως ως αντιστάθμισμα. Θα ζούσε από το φόρο 17% επί των διαφημίσεων.
Αυτό τον φόρο που κατήργησε αργότερα δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση με το… έτσι θέλω. Όπως και η χούντα έδωσε αντισταθμιστικά οφέλη να μοιραστούν τα έξοδα ασφάλισης εργοδότες και ασφαλισμένους. Κι εδώ, όπως και το 1967 το παιχνίδι ήταν στημένο.
Πέρσι ο covid-19 έπληξε και το Πρωτοχρονιάτικο Λαχείο που λόγω καραντίνας δεν κυκλοφόρησε.